
Ι. Ιστορικό
Τα Τουρκοβούνια ή Λυκοβούνια των Αθηνών, είναι η υψηλότερη (από τη στάθμη της θάλασσας) και η πλέον εκτεταμένη λοφοσειρά στην κεντρική περιοχή του Λεκανοπεδίου της Αττικής. Χωρίζει, έτσι, το λεκανοπέδιο σε ανατολικό και δυτικό. Στην αρχαιότητα ονομάζονταν Αγχεσμός, ονομασία που σχετίζεται με το οξύ σχήμα κάποιων κορυφών τους. Η παλαιότερη ονομασία της λοφοσειράς ήταν "Λυκοβούνια". Το σημερινό όνομα δόθηκε κατ' άλλους μεν επειδή εκεί υπήρχε τουρκικό νεκροταφείο και κατ' άλλους επειδή εκεί στρατοπέδευαν τα στρατεύματα του Τούρκου Πασά Ομάρ, πριν την απελευθέρωση της Αθήνας. Τα Τουρκοβούνια αποτελούν το φυσικό όριο μεταξύ των δήμων Γαλατσίου,(δυτικά, βορειοδυτικά), Φιλοθέης (βόρεια) και Ψυχικού (βορειοανατολικά), ενώ το νότιο τμήμα τους ανήκει στο δήμο Αθηναίων (συνοικισμός Παπανδρέου). Στους νεότερους χρόνους στα Τουρκοβούνια είχε το λημέρι του ο φοβερός λήσταρχος Κακαράς, εξ ου και η ονομασία της σπηλιάς που υφίσταται εκεί.
Σήμερα στη περιοχή τους βρίσκεται το Αττικό άλσος, το Κέντρο Νεότητας του Γαλατσίου καθώς και η μονή με την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Στην κορυφή του είχε προγραμματιστεί επί δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) η ανέγερση του "Τάματος του Έθνους", δηλαδή ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος, που όμως ποτέ δεν κατασκευάσθηκε. Στις πλαγιές των Τουρκοβουνίων είναι κτισμένο το Πολύγωνο και το υψηλότερο τμήμα του Γαλατσίου, γνωστό ως Πανόραμα Γαλατσίου
Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται ο οικισμός «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ », αποτελείτε από 145 κατοικίες και με μόνιμο πληθυσμό άνω των 800 ατόμων έχει έκταση 100 περίπου στρεμμάτων (συμπεριλαμβανομένων των οδών των πλατειών, το υδραγωγείο κ.λ.π). και βρίσκεται εντός του επονομαζόμενου «ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΛΣΟΥΣ», το οποίο έχει έκταση 350 στρέμματα περίπου και (το οποίο) αποτελεί τμήμα της ευρύτερης περιοχής των «ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΩΝ» , η οποία έχει συνολική έκταση 594 στρέμματα. Η ως άνω περιοχή ευρίσκεται εντός της κτηματικής περιφέρειας του 7ου Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Αθηναίων, και μεταξύ των δημοτικών ορίων των Δήμων Αθηναίων, Γαλατσίου και Ψυχικού και αποτελείται από δύο λόφους με βραχώδεις γυμνές πλαγιές και γκρεμούς. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων στην εν λόγω περιοχή άρχισαν να κατασκευάζουν κτίσματα από το 1944. Ο κύριος όγκος των κτισμάτων έγινε στην δεκαετία του 1960 είτε από τους σημερινούς κατοίκους είτε από τους δικαιοπαρόχους τους.
Κατά περιόδους το ελληνικό δημόσιο αμφισβητούσε την ιδιοκτησία της εν λόγω έκτασης και εξ αυτού του λόγου έχουν εκδοθεί πολλές και αντιφατικές αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων.
Ιδιοκτησιακό καθεστώς προ του 1970
Ιδιοκτήτες της ευρύτερης περιοχής των Τουρκοβουνίων (Αττικό Άλσος ) ήταν Η Ελευθερία Παπαβασιλείου, το Εθνικό Πανεπιστήμιο και ο Αργυρών Καραγιάννης .
Η Ελευθερία Παπαβασιλείου κατείχε την άνω έκταση ως κληρονόμος του Συμεών Γαλάκη, δυνάμει του υπ.αρ. 2588/18-10-1851 συμβόλαιο εξ αγοράς παρά της Ευθυμίας Σπύρου Δούση.
Στο Εθνικό Πανεπιστήμιο περιήλθε ως κληρονόμος εκ διαθήκης από τον Παύλο Παυλόπουλο, δικηγόρο αρχικώς και αεροπαγίτη μετέπειτα, σε αυτόν περιήλθε δυνάμει του υπ, αρ. 9840/5-4-1857 συμβολαίου εξ αγοράς παρά τον Αναστάσιο Γκίκιζα και
Εις τον Αργυρών Καραγιάννη περιήλθε δυνάμει του υπ.αρ.19744/12-5-1873 συμβολαίου εξ αγοράς παρά του Αναστασίου Γκίκιζα
Η άνω έκταση διενεμήθη σε αυτούς δυνάμει της απο15/12/1912 αγωγής περί διανομής της εκ των συνιδιοκτητών Ελευθερίας Παπαβασιλείου και συνέπεια της υπ.αρ.2460/1920 αποφάσεως του πρωτοδικείου Αθηνών , σε συνδυασμό προς την ενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνης υπό του δικαστού πραγματογνώμονος μηχανικού Ζερβού διεξήχθη η από 4/10/1921 δικαστή διανομή δια κληρώσεως του εις είρηται κτήματος ενώπιων του διορισθέντος εισηγητού δικαστικού Ιωάννου Καλυβά, και έλαβαν εξ αυτού κατά τα εν της σχετική έκθεση αναφερόμενα και βάση του από 8/4/1920 σχεδιαγράμματος του πραγματογνώμονα Ζερβού εις μερίδας . η μεν Ελευθερία Παπαβασιλείου το 1/5, το Εθνικό Πανεπιστήμιον τα 2/5 και οι κληρονόμοι Αργυρού Καραγιάννη τα 2/5.
Στον Αργυρό Καραγιάννη περιήλθε ως προαναφέρθηκε από τον Αναστάσιο Γκίκιζα σε αυτόν περιήλθε δυνάμει του υπ αριθ. 296/1847 συμβόλαιο από τον Δημήτριο π. Λουγίκη. Περιήλθε στον Π. Λουγίκη από τον Μήτρο Μερκουράκης με το υπ αρ.1847 συμβολαιο το έτος 1847. Επίσης τμήμα της έκτασης περιήλθε στον Αναστάσιο Γκίκιζα από τον Χαρίτο Μερκουράκη το έτος 1842 με το υπ.αρ. 1547 συμβόλαιο. Στον Χαρίτο και αδελφό του Μήτρο Μερκουράκη περιήλθαν δυνάμει του υπ. Αρ.213 διανεμητίριο συμβόλαιο το έτος 1842 από κληρονομιά των γονέων τους Σπύρο και Σιδερή Μερκουράκη οι οποίοι το κατείχαν πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους το έτος 1832.
Αναμφισβήτητα αποδεικνύεται από τα άνω ότι η έκταση ουδέποτε ανήκε στο ελληνικό δημόσιο
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΚΤΑΚΤΟΡΙΑΣ
Την περίοδο της επτάχρονης Δικτατορίας ιδρύθηκε δυνάμει του υπ' αριθμόν 720/18-10-1969 Νομοθετικού Διατάγματος, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ειδικόν Ταμείον Ανεγέρσεως Ιερού Ναού του Σωτήρος», το οποίο τελούσε υπό την εποπτεία των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Οικονομικών, με έδρα την Αθήνα (οδός Όθωνος αριθμός 10) και με σκοπό αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ως άνω Ν. Δ. την «ανέγερση εν Αθήναις Ιερού Ναού, αφιερωμένου εις τον Σωτήρα προς πραγματοποίησιν του τάματος του Έθνους, κατά το Η' Ψήφισμα της 31.7.1829 της Δ' εν Αργεί Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 35 του ως άνω Ν. Δ. επιτράπηκε η υπέρ του ταμείου αυτού απαλλοτρίωση τα δε τυχόν απαλλοτριωθέντα περιέρχονται «.... εις την κυριότητα του ταμείου δυνάμει του παρόντος και άνευ άλλης διατυπώσεως».
Στην συνέχεια δυνάμει της υπ' αριθμόν Δ 3477/4115/6-5-1970 κοινής Υπουργικής απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών και του Υπουργού επί των Δημοσίων Έργων (Φ.Ε.Κ. 105/Δ/10-5-1970), κηρύχθηκε η, υπέρ του Ειδικού Ταμείου Ανεγέρσεως Ιερού Ναού του Σωτήρος, αναγκαστική απαλλοτρίωση, λόγω «... δημοσίας ωφελείας, ήτοι προς ανέγερσιν του Ιερού Ναού του Σωτήρος και την διαμόρφωσιν του περιβάλλοντος τούτου...», έκτασης συνολικού εμβαδού 594.504 τετραγωνικών μέτρων. Κατόπιν δυνάμει της υπ' αριθμόν Δ/5085/5817/31-8-1972 κοινής Υπουργικής απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών και του Υπουργού επί των Δημοσίων Έργων (Φ.Ε.Κ. 227/Δ/9-9-1972), κηρύχθηκε η, υπέρ του Ειδικού Ταμείου Ανεγέρσεως Ιερού Ναού του Σωτήρος, αναγκαστική απαλλοτρίωση, λόγω «δημοσίας ωφελείας, ήτοι προς ανέγερσιν του Ιερού Ναού του Σωτήρος και την διαμόρφωσιν του περιβάλλοντος τούτου», έκτασης συνολικού εμβαδού 114.402,84 τετραγωνικών μέτρων.
Και στις δύο αυτές αποφάσεις γινόταν μνεία περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην εν γένει ως άνω απαλλοτριωμένη περιοχή, και συγκεκριμένα η μεν πρώτη κάνει λόγο για ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου ενώ η δεύτερη αναφέρει ότι ως επί το πλείστον η περιοχή ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα όμως τόσο με την πρώτη όσο και με την δεύτερη ως άνω απόφαση, «...δικαιώματα κυριότητας...» προβάλλονται και διεκδικούνται από διάφορους πολίτες
Σημειωτέον ότι σε καμιά από τις ως άνω πράξεις δεν προσδιοριζόταν γεωγραφικά η έκταση που ανήκει στο ελληνικό δημόσιο και τα τμήματα γης που ανήκουν στους ιδιώτες .
Σε χρόνο λιγότερο του μηνός μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης το τότε δικτατορικό καθεστώς μέσο του διευθυντή των δημοσίων κτημάτων προβάλει δικαίωμα κυριότητας επί όλης της απαλλοτριωθείσης έκτασης με το υπ. Αρ. πρωτ. έγγραφο Τ 2600/4075 /16-6-1970 του τμήματος Α Γραφείων 5ον της Δ/νσης κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που εν ολίγης αναφέρει ότι η άνω έκταση περιήλθε σε αυτό, κατά το μεγαλύτερον μέρος εις την διαδοχή αυτού εκ του τουρκικού δημοσίου , δικαιώματι πολέμου ,δυνάμει της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς συνθήκης ειρήνης του έτους 1832 και των σχετικών με αυτήν πρωτοκόλλων ως περιλαμβανομένης της εκτάσεως ταύτης εντός των ορίων της αττικής (άραγε η αττική ήταν μόνο τα Τουρκοβούνια) αποτελούσης δε επί τουρκοκρατίας ιδιοκτησία της Βαληνδέ Σουλτάνας…….. , χρησικτησία ,κ.λ.π.
Τους αναφερόμενους ισχυρισμούς είχε προβάλει το ελληνικό δημόσιο και το 1964 για την περιοχή και τους οποίους το πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε στο σύνολο τους με την υπ. Αρ. 23679/1964 απόφαση του που κατέστη τελεσίδικη, αναγνωρίζοντας τους οικιστές και τους δικαιοπαρόχους τους ως νόμιμους ιδιοκτήτες. Στον δε ισχυρισμό του ελληνικού δημοσίου ότι η άνω περιοχή την κατέχει δυνάμει της υπ. 41650/29/10/1938 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας απορρίπτεται καθότι η περιοχή κείται εκτός της δασικής περιοχής βάση πλήθους δικαστικών αποφάσεων . Αλλά και εάν ακόμα ήθελε(σύμφωνα με την αναφερόμενη απόφαση) η άνω περιοχή να περιλαμβάνεται εντός της δασωτέας έκτασης, εφόσον το ελληνικό δημόσιο δεν επικαλείται καταβολή αποζημιώσεως εις τους ιδιοκτήτες δια μόνης της άνω υπουργικής απόφασης δεν μπορεί να καταστεί τούτο νομεύς ξένης ιδιοκτησίας.
Και από τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι τμήμα του συνολικού χώρου των Τουρκοβουνίων δεν ανήκε ποτέ στο δημόσιο, και επομένως ως προς τους οικιστές νόμιμα κατέχουν την εν λόγω έκταση είτε με παράγωγο τρόπο είτε με τις προϋποθέσεις της έκτακτης ή τακτικής χρησικτησίας.
Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει το δικτατορικό καθεστώς το 1970 με το προαναφερόμενο έγγραφο να προβάλει τα ίδια δικαιώματα κυριότητας επί των ιδιοκτησιών των οικιστών
Η πρόθεση του χουντικού καθεστώτος να τούς εκδιώξει και να μην τούς αποζημιώσει ήταν φανερή, όπως και εν τέλει έγινε. Ουδείς αποζημιώθει. Το 1970 απωλέσανε μόνο τυπικά τις κατοικίες τούς και έκτοτε μέχρι σήμερα θεωρούντε καταπατητές Δημοσίου Κτήματος και τούς επιβάλλονται πρόστιμα αυθαίρετης χρήσης.
Μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης ουδεμία πράξη του ελληνικού δημοσίου έγινε εις βάρος των οικιστών, ούτε τούς απέβαλε διοικητικά, δείχνοντας την πρόθεση του ότι παραιτείται της απαλλοτριώσεως επί των ακινήτων τούς. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι ουδεμία πράξη μεταγραφής της απαλλοτρίωσης ως όφειλε δεν έγινε στο υποθηκοφυλακείο πλην της αιτήσεως της απαλλοτρίωσης. Το γεγονός δε ότι ουδείς ιερός ναός του Σωτήρος ανεγέρθη μέχρι σήμερα είναι η απόδειξη της μη συντελέσεως της απαλλοτρίωσης. Η δε απαλλοτρίωση του Τάματος ήταν σύμφωνα με τα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής μέγα οικονομικό σκάνδαλο.
Με το ΝΔ 105/74 καταργήθηκε το Ταμείο που είχε συσταθεί ειδικά για την ανέγερση του Ναού και τα απαλλοτριωθέντα ως άνω ακίνητα που αποτελούσαν περιουσία του, περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο χωρίς και αυτή η πράξη να τύχει μεταγραφείς στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών. Καθιστώντας την μη μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Η μετά Περίοδος της επταετίας και μέχρι σήμερα
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και της επαναφοράς του συντάγματος θα περίμενε κανείς ότι θα αρθούν όλες οι εις βάρος των οικιστών αδικίες που το δικτατορικό καθεστώς τους επέβαλε . Αντ΄ αυτού όμως το Ελληνικό Δημόσιο προέβη σε μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης δυνάμει της υπ' αριθμόν Λ 17327/7534/Ν.11902/9-2-1976 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων (Φ.Ε.Κ. 52/Δ/17-2-1976) και της υπ' αριθμόν Π 3707/2509/Ν.10481/23-7-1976 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων (Φ.Ε.Κ. 223/Δ/4-8-1976), με το αιτιολογικό ότι η υπό κρίση έκταση κρίνεται «...ως μη αναγκαιούσαν δι' όν απηλλοτριώθη σκοπόν.».
Και στις άνω δυο πράξεις ανακλήσεως η εδαφική έκταση που καλύπτει ο οικισμός Γ. Παπανδρέου δεν συμπεριλαμβάνεται.
Το 1975 παρεχωρήθη στο τέως Υπ. Δημοσίων Έργων, για αξιοποίηση και σύμφωνα με την Γ3 E/0/12/51-A/6-3-1975 απόφαση του τέως Υπουργού Δημ. Έργων, αποφασίστηκε να διαμορφωθεί ο χώρος με την επωνυμία «Αττικό Άλσος»,
Το 1978 με το Π.Δ. 121/18-3-1978 πράξεων "Περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού και τροποποιήσεως και επεκτάσεως των ρυμοτομικών σχεδίων Αθηνών και Γαλατσίου (Αττικής). χαρακτηρίζει την περιοχή των Τουρκοβουνίων (594 στρέμματα) κοινόχρηστο χώρο .χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει λάβει και την ιδιότητα του κοινοχρήστου.
Η συμπεριφορά του δημοσίου απέναντι στους οικιστές υπήρξε πάντοτε αντιφατική. Ενίοτε αντιμετωπιζόντε ως καταπατητές Δημοσίων εκτάσεων και από το έτος 1992 τούς επιβάλλονται προστίματα για αυθαίρετη χρήση,
Παράλληλα όμως τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας (Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Υπουργείο Οικονομικών, Δήμοι της Αθήνας και Γαλατσίου, Οργανισμός της Αθήνας κ.λ.π.) με αλλεπάλληλες γραπτές υποσχέσεις δεσμεύονταν επίσημα για κανονιστική ή νομοθετική ρύθμιση του θέματος με άρση της απαλλοτρίωσης, τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και της Πολεοδομικής Μελέτης της περιοχής προς ένταξή της στο Ρυμοτομικό Σχέδιο και γενικότερα, ομαλοποίηση και νομιμοποίηση της κατάστασης των ακινήτων τούς. Εν όψει της ομαλοποίησης η πολιτεία νομιμοποίησε τα κτίσματα του οικισμού ονόμασε και αρίθμησε τους δρόμους και χορήγησε τα απαραίτητα έγγραφα για σύνδεση με τους κοινωφελείς οργανισμούς ΔΕΗ,ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, κ.λ.π.
Το έτος 1993, μάλιστα, έγινε επίσημη καταμέτρηση των οικιστών από την Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου, προκειμένου να ακολουθήσει τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και της Πολεοδομικής Μελέτης της περιοχής, προς ένταξη της, στο Ρυμοτομικό Σχέδιο. Στη συνέχεια δε, συντάχθηκε και σχετική νομοθετική ρύθμιση από τους Υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας, η οποία όμως δεν έγινε ποτέ νόμος του κράτους.
Λόγω της ως άνω μακροχρόνιας αντιφατικής συμπεριφοράς του Ελληνικού Δημοσίου οι κάτοικοι του οικισμού προσφάτως καταθέσανε αίτηση μερικής ανάκλησης της απαλλοτρίωσης που αφόρα τον οικισμό τούς στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ, με σκοπό την επίλυση οριστικά και αμετάκλητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής στην οποία βρίσκεται ο οικισμός . Αν και εφόσον δεν λυθεί το πρόβλημα που δημιούργησε και συνεχίζει να συντηρεί η Πολιτεία σε βάρος τούς θα απευθυνθούν σε κάθε αρμόδιο Δικαστήριο χωρίς να αποκλείουμε και την προσφυγή τούς στα ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστήρια γιά καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.